Ας ξεκινήσουμε με ένα ανέκδοτο. Μία από εκείνες τις χαριτωμένες ιστορίες που αρχικά μας κάνουν να γελάσουμε και στη συνέχεια μας βάζουν σε σκέψεις. Να το λοιπόν το ανέκδοτο:
Οι ερωτήσεις, λέει που κάνει ένα παιδί στην μαμά του:
Μαμά που είναι το παντελόνι μου;
Μαμά πότε θα φάμε;
Μαμά πότε θα φύγουμε;
Μαμά τι ώρα τελειώνεις;
Μαμά μπορείς να έρθεις σε παρακαλώ;
Μαμά που έβαλα την τσάντα μου;
Μαμά πώς γράφεται αυτή η λέξη;
Μαμα, μαμά κ.ο.κ.
Και οι ερωτήσεις που κάνει ένα παιδί στον πατέρα του, δηλαδή η εξής μία:
Μπαμπά, πού είναι η μαμά;
Είναι μια μεγάλη αλήθεια που κρύβει μέσα του αυτό το ανέκδοτο. Όντως το βρέφος έρχεται στη ζωή προγραμματισμένο να αφεθεί στη φροντίδα και τα χέρια κάποιου, συνήθως της μητέρας ή όποιου άλλου έχει αυτόν τον ρόλο. Αυτού του κάποιου που δίχως να το τραυματίσει θα εμπεριέξει τις διεγέρσεις του και θα δημιουργήσει ένα ρυθμό μαζί του. Στην αρχή αυτός ο ρυθμός είναι πολύ έντονος και συνεχής, δίχως παύσεις. Στην αρχή το βρέφος έχει ανάγκη να βιώσει μια ικανοποιητική ενότητα με την μητέρα του προκειμένου να δημιουργηθεί μέσα του η πεποίθηση ότι είναι άξιο αγάπης καθώς και ότι είναι παντοδύναμο, ότι μπορεί δηλαδή να καταφέρει τα πάντα. Αυτό το βίωμα είναι πολύ σημαντικό προκειμένου να δημιουργήσει αναπαραστάσεις ενός ασφαλούς και φιλικού περιβάλλοντος (Winnicott, 2003).
Σε αυτή τη φάση ο πατέρας υπάρχει μέσα στην μητέρα. Μέσα στην μητέρα καθώς αρχικά είναι σαν ένα σώμα με δύο κεφάλια, όπως μας λέει και η Ντολτό. Αυτό που βοηθά το παιδί να κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στα δύο αυτά πρόσωπα είναι ο ρυθμός που αλλάζει, άλλον έχει η μητέρα και άλλον ο πατέρας. Ακόμη όμως και έτσι ο πατέρας υπάρχει για το βρέφος στην αρχή μέσα στην μητέρα.
Τι γίνεται όμως όταν το βρέφος αρχίζει να μεγαλώνει και μπορεί πια από μόνο του να ικανοποιεί μέρος των αναγκών του; Τι γίνεται δηλαδή όταν μπορεί να πιάσει μόνο του διάφορα αντικείμενα και να τα βάλει στο στόμα του ή να μπουσουλήσει ή να περπατήσει; Τι θα συμβεί αν η μητέρα αυτή επιμένει να συνεχίζει με τον ίδιο αρχικό ρυθμό τη σχέση τους; Τότε τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για αυτό το βρέφος καθώς ποτέ δεν θα καταφέρει να λειτουργήσει ως ένα υποκείμενο, ένα άτομο δηλαδή, ξεχωριστό και μοναδικό με τα δικά του όνειρα, τις δικές του επιθυμίες. Θα ζει πάντα μέσα στην μητέρα του, εγκλωβισμένο στη δική της ύπαρξη, καταδικασμένο να ενεργεί για εκείνη ως ο εργάτης των δικών της ονείρων.
Κι εδώ είναι που πρέπει να αναγνωριστεί η σημαντική λειτουργία του πατέρα. Ο πατέρας είναι αυτός που έρχεται να σώσει το βρέφος και να το βοηθήσει να εξελιχθεί σε ένα αυτόνομο παιδί και αργότερα σε έναν ανεξάρτητο ενήλικα. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει η μητέρα να αναγνωρίσει τον πατέρα, να τον βάλει μέσα στις διηγήσεις της στο παιδί, στα συναισθήματά της, να του επιτρέψει να μπει στην καθημερινότητά του. Ο πατέρας είναι αυτός που με την παρουσία του βοηθά το παιδί να αντιληφθεί την απουσία της μητέρας και επομένως να καταλάβει ότι είναι ένα άτομο ξεχωριστό από εκείνη. Ο πατέρας δηλαδή σώζει!
Κι αυτή η σωτηρία συντελείται μέσα από την πρώτη και πιο σημαντική απαγόρευση.; Είναι σαν ο πατέρας να λέει στο παιδί: ‘Κοίταξε να δεις, αυτή είναι η δική μου γυναίκα και όχι η δική σου. Καιρός να βρεις έναν άλλον τρόπο να ικανοποιείς τον εαυτό σου!’. Όσο λιγότερο βίαια μετουσιώσει ο πατέρας αυτή την απαγόρευση τόσο μεγαλύτερη πίστη έχει το παιδί στον εαυτό του ότι μπορεί να τα καταφέρει και μόνο του. Πώς όμως γίνεται αυτό;
Την ίδια στιγμή που θέτει την απαγόρευση την ίδια στιγμή ο πατέρας ανοίγει το παιδί προς τον έξω κόσμο, στον κόσμο της εξερεύνησης, στον κόσμο της φαντασίας, στον κόσμο της δημιουργίας. Είναι σαν να λέει το παιδί: Αφού δεν μπορώ να έχω αυτό που θέλω θα ψάξω αλλού να το βρω! Και μαζί με αυτό που ψάχνει βρίσκει και άλλα πράγματα που εμπλουτίζουν τις εμπειρίες του και διευρύνουν τον εαυτό του. Δεν είναι πια μόνο το παιδί της μαμάς του.
Διαβάζω σε ένα παιδικό παραμύθι (Σ’ αγαπώ μπαμπά, εκδόσεις susaeta):
Σ’ αγαπώ μπαμπάκα γιατί όταν με σηκώνεις ψηλά νομίζω πως μπορώ να αγγίξω τα σύννεφα.
Όταν πάμε μαζί βόλτα στο δάσος μου δείχνεις τον δρόμο για τα πιο απίθανα μυστικά μέρη.
Σ’ αγαπώ, μπαμπά, γιατί μου μαθαίνεις να ψαρεύω στα ρηχά νερά του ποταμού.
Κι όταν λείπει η μαμά με αφήνεις να σκάβω το χώμα και να γεμίζω λάσπες από την κορφή ως τα νύχια!
Και αυτή η έντεχνη μετουσίωση γίνεται και με έναν άλλον τρόπο. Ο πατέρας είναι αυτός που μέσα από τα πιο κινητικά και ενεργητικά, σε σχέση με την μητέρα, παιχνίδια έρχεται για να μάθει στο παιδί του νέους τρόπους να διαχειρίζεται την απογοήτευση, τον θυμό και την οργή που έχει προκληθεί από την απαγόρευση που έχει ο ίδιος θέσει: επιτρέπει στο παιδί να τον παλέψει, να τον κάνει αλογάκι, να τον πληγώσει με ένα σπαθί ακόμη και να τον σκοτώσει. Του δίνει δηλαδή τον πραγματικό χώρο να επιτελέσει φανταστικά όλα όσα δεν τολμά και δεν πρέπει να κάνει επί του πραγματικού. Και ακόμη και αν χτυπήσει το παιδί, πάλι ο πατέρας θα πρέπει να είναι εκεί για να το παρηγορήσει:
‘Όταν χτυπάω με φιλάς τρυφερά και μου σκουπίζεις τα δάκρυα. ‘ Μην κλαις μωρό μου, θα περάσει’ μου λες γλυκά.
Μπαμπάκα σ’αγαπώ γιατί είσαι δυνατός σαν βράχος και τρυφερός σαν πούπουλο. Και νιώθω ασφάλεια όταν με παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά σου’
Αυτό σημαίνει να είναι κανείς πατέρας, να μπορεί την ίδια στιγμή να είναι και βράχος αλλά και πούπουλο.
Το να είναι κανείς πατέρας, δηλαδή, είναι μια μεγάλη τέχνη.
Αλλά υπάρχει και ένας άλλος τρόπος να γίνει αυτή η μετουσίωση. Ο πατέρας θα πρέπει να αναγνωρίζει στα παιδιά του αυτό το ίδιο το δικαίωμα τους να υπάρχουν ξεχωριστά από εκείνον. Να μην πέσει, δηλαδή, στην παγίδα που μπορεί να πέσει και η μητέρα. Να βλέπει τα παιδιά του από απόσταση και να αντέχει καθώς εκείνα δημιουργούν τη δική τους ζωή. Τι να αντέξει; Μα φυσικά τις ίδιες του τις ματαιώσεις. Το ότι το παιδί του μπορεί να μη θέλει να γίνει δικηγόρος όπως εκείνος ή να παίξει ποδόσφαιρο όπως εκείνος ή να έχει τον σύντροφο ή τη σύντροφο που εκείνος είχε φανταστεί για το ίδιο. Να μπορεί ο πατέρας να το αντέξει αυτό και να το αποδεχτεί έχοντας και έναν δικό του χώρο να θρηνήσει τις χαμένες του προσδοκίες. Ίσως αυτό να είναι το πιο δύσκολο για έναν πατέρα, να αντισταθεί δηλαδή σε εκείνες τις ίδιες σειρήνες που τον οδήγησαν στο να γίνει πατέρας εξαρχής και που δεν είναι άλλες από την επιθυμία να εξασφαλίσει τη συνέχεια του εαυτού του, να διαιωνίσει το όνομά του, να συνεχίσει τη γενιά του.
Και να μη φοβηθεί ο πατέρας να κάνει λάθη, να χαλάσει αυτή την παντοδύναμη εικόνα που θέλει τα παιδιά του να έχουν για εκείνον. Ναι να είναι βράχος αλλά να τους αφήνει να δουν ότι είναι και πούπουλο. Ότι, δηλαδή, προσπαθεί για το καλύτερο μέσα σε όλα τα εμπόδια που μπορεί να του στήσει η ζωή. Ότι κάνει λάθη, ότι έχει παραλείψεις, ότι μπορεί να μην τα καταφέρει με τον τρόπο που υπολόγιζε. Αυτό που έχουν ανάγκη τα παιδιά από τον πατέρα είναι να διδαχθούν από το παράδειγμά του: ότι είναι εκεί, ότι αναλαμβάνει τις ευθύνες του και ότι δεν σταματά να προσπαθεί. Γιατί αν ο πρώτος πατέρας σταματούσε να προσπαθεί τότε κανένας άνθρωπος σήμερα δεν θα είχε καταφέρει να σταθεί στα δυο του πόδια. Θα ήμασταν ακόμη πίθηκοι.
Και κάτι ακόμα: Να μην ξεχνάει ο πατέρας ότι δεν είναι μόνο πατέρας αλλά και άλλα πράγματα. Είναι και σύζυγος, είναι και φίλος, είναι και επαγγελματίας, είναι και γιος, είναι και μπασκετμπολίστας και τόσα πολλά άλλα. Να επιτρέπει στον εαυτό του να είναι και άλλα πράγματα. Έτσι θα μπορέσουν και τα παιδιά του να είναι πολλά πράγματα και αυτά, να έχουν ευρύτητα και πλούτο στη ζωή τους και όταν σε κάποια φάση κάπου δεν πηγαίνουν καλά τα πράγματα να μπορούν να βρίσκουν το κουράγιο να συνεχίζουν αντλώντας το από όλα τα υπόλοιπα που μπορούν να είναι.
Και αν λείπει πολλές ώρες από το σπίτι λόγω της δουλειάς του ή αν χρειαστεί να μεταναστεύσει, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στις ημέρες μας, ή αν χωρίσει με την μητέρα των παιδιών του να μην ξεχνά να τους θυμίζει ότι είναι η προτεραιότητά του: με ένα τηλεφώνημα, με ένα γράμμα, με μια αγκαλιά, με έναν ψίθυρο, με την ανάγνωση ενός βιβλίου, με το να καθίσει και να παίξει για λίγο. Και η μητέρα να μην ξεχνά να τον αναφέρει τον πατέρα σαν να είναι εκεί ακόμη και όταν εκείνος δεν μπορεί να είναι εκεί, ακόμη και όταν το θέλει πολύ.
Και αυτός τότε είναι ο πατέρας που θα δημιουργήσει την επιθυμία στο αγόρι του να ταυτιστεί μαζί του, να γίνει ένας μαχητής της ζωής παλεύοντας με σύνεση και δικαιοσύνη. Ένας ιππότης, δηλαδή. Από την άλλη αυτός είναι ο πατέρας που θα λειτουργήσει ως πρότυπο συντρόφου για την κόρη του.
Και ακόμη και όταν μεγαλώσουμε και ενηλικιωθούμε και είμαστε μακριά από τον πατέρα μας, είτε γιατί βρισκόμαστε σε άλλα μέρη, είτε γιατί εκείνος δεν μπορεί πια να είναι εκεί όπως ήταν λόγω της φθοράς που αφήνει στο σώμα του ο χρόνος, πάλι μαζί μας τον κουβαλάμε τον πατέρας μας. Παντού και πάντα. Γιατί από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι και τη στιγμή που ολοκληρώνουμε τη ζωή μας έχουμε πάνω μας την πιο σημαντική σφραγίδα: Είναι το όνομά μας. Το όνομα μας είναι η θέση μας στον κόσμο, η περιουσία μας, η κληρονομιά μας, η μαγική αυτή λέξη που έχει την ιδιότητα να ξεπερνά τον χώρο και τον χρόνο και να μας ενώνει με αυτούς που προηγήθηκαν, με αυτούς που είναι και με αυτούς που θα έρθουν. Είναι το παρελθόν μας, το παρόν μας και το μέλλον μας. Το όνομα, όπως έλεγε και ο Λακάν, είναι πάντα του πατρός. Ή όπως αλλιώς ρωτάνε καμιά φορά οι γιαγιάδες και οι παππούδες : ‘τίνος παιδί είσαι εσύ βρε;’ Και πόσο σημαντικό είναι το όνομα που φέρουμε να είναι εμποτισμένο με αναμνήσεις τρυφερές, με μάχες γλυκιές, με καυγάδες και με αγκαλιάσματα, με έντεχνη ζωή, δηλαδή.
Ας επιτρέψουμε, επομένως, οι μητέρες στους πατεράδες να συμμετέχουν στο μεγάλωμα των παιδιών μας αλλά και οι πατεράδες ας απολαύσουν την τόσο σημαντική λειτουργία που επιτελούν γιατί η βαθύτερη επιθυμία κάθε παιδιού είναι σε όποια φάση της ζωής του και αν βρεθεί να μπορεί να πει περήφανα:
Σ΄ αγαπώ μπαμπά γιατί είσαι ο μπαμπάς μου!
( Η ομιλία όπως πρωτοακούστηκε στην εκδήλωση-αφιέρωμα στον πατέρα της Ένωσης Γονέων του Δήμου Άργους Ορεστικού, στις 15.06.2018)